Αντρική υπογονιμότητα

Περιεχόμενα
  1. Κιρσοκήλη
  2. Γενετικές ανωμαλίες
  3. Ορμονικές διαταραχές
  4. Δομικές ανωμαλίες
  5. Φλεγμονές
  6. Άλλες νόσοι
  7. Άλλοι παράγοντες

Όταν ένα ζευγάρι προσπαθεί χωρίς αποτέλεσμα να τεκνοποιήσει, επί τουλάχιστον 1 χρόνο τακτικής σεξουαλικής επαφής χωρίς προφυλάξεις, τότε θεωρείται ότι το ζευγάρι αυτό αντιμετωπίζει πρόβλημα υπογονιμότητας. Η υπογονιμότητα αυξάνει με την ηλικία. Στις αναπτυγμένες χώρες, το 33% των ζευγαριών στα προχωρημένα 30 τους αντιμετωπίζει πρόβλημα υπογονιμότητας ως αποτέλεσμα των επαγγελματικών επιδιώξεων και των στόχων που θέτει.

Η υπογονιμότητα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα του ζευγαριού και όχι μεμονωμένα σε κάθε άτομο. Ανεξάρτητα από την ηλικία υπολογίζεται ότι περίπου 1 στα 8 ζευγάρια που προσπαθούν να κάνουν παιδί αντιμετωπίζουν κάποιο μικρό ή μεγάλο πρόβλημα υπογονιμότητας.

Από τα 100 ζευγάρια που προσπαθούν να συλλάβουν φυσιολογικά:

          • Τα 20 θα συλλάβουν τον 1ο μήνα.

          • Τα 70 θα έχουν συλλάβει μέσα σε 6 μήνες.

          • Τα 85 θα έχουν συλλάβει μέσα σε 1 χρόνο.

Επομένως, αν και τα περισσότερα ζευγάρια θα καταφέρουν να πετύχουν εγκυμοσύνη μέσα στο πρώτο έτος, μία σημαντική μειοψηφία (15%) θα αντιμετωπίσει πρόβλημα στη σύλληψη. Στις περιπτώσεις αυτές, το 30-40% οφείλεται μόνο στον αντρικό παράγοντα (αντρική υπογονιμότητα).

Στη διερεύνηση της αντρικής υπογονιμότητας, πρωταρχικό ρόλο παίζει η σωστή λήψη ιατρικού ιστορικού και η κλινική εξέταση. Κατά τη λήψη του ιστορικού, ο ιατρός θα ρωτήσει για την ύπαρξη ασθενειών, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, η παρωτίτιδα, προηγηθέν χειρουργείο στο ανδρογεννητικό σύστημα, καθώς και σεξουαλικό ιστορικό. Επίσης, ο άντρας θα ερωτηθεί εάν έχει ή είχε επαφή με βλαπτικούς περιβαντολογικούς-εργασιακούς παράγοντες, όπως οργανικά διαλύματα, προϊόντα ελαίων, βαφές και βαρέα μέταλλα, καθώς επίσης και αν έλαβε κάποια φαρμακευτική αγωγή. Ορισμένα φάρμακα που έχει αποδειχτεί ότι μπορούν να επηρεάσουν τη σπερματογένεση είναι η σπιρονολακτόνη (διουρητικό), αναστολείς διαύλων ασβεστίου (αντι-υπερτασικό), αντι-ανδρογόνα, νιτροφουραντοΐνη (αντιβιοτικό) σε υψηλή δόση, σιμετιδίνη (γαστροπροστατευτικό), κυκλοσπορίνη (ογκολογικό), κολχικίνη (αντιφλεγμονώδες) και ερυθρομυκίνη (αντιβιοτικό). Κατά την κλινική εξέταση, ο ιατρός θα ελέγξει το πέος, το όσχεο, μέσα στο οποίο βρίσκονται και οι όρχεις, την επιδιδυμίδα και τον σπερματικό πόρο που αποτελεί την οδό διέλευσης του σπέρματος από τους όρχεις και την επιδιδυμίδα προς την ουρήθρα. Τέλος, θα εξεταστούν και τα δευτερογενή σεξουαλικά χαρακτηριστικά, όπως η τριχοφυΐα, η μυϊκή μάζα και η χροιά της φωνής.

Βασικό εργαλείο στον έλεγχο της γονιμότητας του άντρα είναι το σπερμοδιάγραμμα. Πρέπει να γίνεται από εξειδικευμένα άτομα και βασικά χαρακτηριστικά του είναι ο όγκος του σπέρματος, η συγκέντρωση των σπερματοζωαρίων ανά ml σπέρματος, ο συνολικός αριθμός των σπερματοζωαρίων και η κινητικότητα των σπερματοζωαρίων. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι δεν υπάρχουν σαφή όρια μεταξύ «φυσιολογικού» και «παθολογικού» σπερμοδιαγράμματος. Έτσι, ο Διεθνής Οργανισμός Υγείας έχει οριοθετήσει κάποιες τιμές αναφοράς, τις οποίες, όταν ένα σπερμοδιάγραμμα δεν πληροί, τότε ο άντρας έχει μειωμένες πιθανότητες να πετύχει σύλληψη με τον φυσιολογικό τρόπο. Σε γενικές γραμμές, το σπέρμα πρέπει να έχει όγκο πάνω από 2ml, αριθμό σπερματοζωαρίων >15 εκατομμύρια ανά ml, συνολικό αριθμό σπερματοζωαρίων πάνω από 40 εκατομμύρια, κινητικότητα >45% γρήγορα ή μέτρια κινούμενων σπερματοζωαρίων και μορφολογία πάνω από 4% φυσιολογικά σπερματοζωάρια.

Όταν στο σπερμοδιάγραμμα δεν ανευρίσκονται σπερματοζωάρια, τότε μιλάμε για αζωοσπερμία. Τα αίτια της αζωοσπερμίας είναι αποφρακτικά ή μη αποφρακτικά. Στην αποφρακτική αζωοσπερμία, τα σπερματοζωάρια που παράγονται με κανονικούς ρυθμούς στους όρχεις αδυνατούν να εξέλθουν από την ουρήθρα λόγω απόφραξης της οδού που διανύουν, δηλαδή του σπερματικού πόρου (π.χ. από φλεγμονή) ή λόγω γενετικής ανωμαλίας, κατά την οποία ο σπερματικός πόρος δεν υπάρχει. Η μη αποφρακτική αζωοσπερμία μπορεί να οφείλεται σε κληρονομικές χρωμοσωμικές ανωμαλίες και σύνδρομα ή σε επίκτητες καταστάσεις, όπως τραύμα, συστροφή όρχεως, όγκος όρχεως, φάρμακα, τοξικές ουσίες, ακτινοβολία κ.ά..

Κύρια αίτια της αντρικής υπογονιμότητας είναι:

Κιρσοκήλη

Δημιουργείται από διογκωμένες φλέβες πάνω από τους όρχεις και μπορεί να γίνεται αντιληπτή με το μάτι ή με την ψηλάφηση. Ωστόσο, η έγκυρη διάγνωσή της απαιτεί τη χρήση έγχρωμου υπερηχογραφήματος του οσχέου, όπου θα καταμετρηθεί το εύρος των φλεβών και θα διαπιστωθεί η παλινδρόμηση του φλεβικού αίματος. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, εντοπίζεται μόνο στον αριστερό όρχι, αλλά μπορεί να είναι και αμφοτερόπλευρη. Η κιρσοκήλη παρατηρείται περίπου στο 20% όλων των αντρών και είναι αιτία  για το 40% των υπογόνιμων αντρών, επηρεάζοντας την ποιότητα του σπέρματος ποικιλοτρόπως. Μειώνει τη συγκέντρωση και τον συνολικό αριθμό των σπερματοζωαρίων, περιορίζει σημαντικά την κινητικότητά τους, επηρεάζει αρνητικά τη μορφολογία τους και αυξάνει το ποσοστό βλαβών στο DNA του σπερματοζωαρίου. Η κιρσοκήλη αντιμετωπίζεται χειρουργικά, και η καταλληλότερη χειρουργική επέμβαση είναι η μικροχειρουργική διατομή των διογκωμένων φλεβών του όρχεως, που δημιουργούν το πρόβλημα. Η έγκαιρη αντιμετώπιση της κιρσοκήλης μπορεί να βελτιώσει τις παραπάνω παραμέτρους του σπέρματος. Ωστόσο, όταν η κιρσοκήλη προκαλέσει σοβαρή μείωση του αριθμού των σπερματοζωαρίων (κάτω των 5 εκατομμυρίων ανά ml), τότε η διόρθωση της κιρσοκήλης θα έχει μικρή επιτυχία στον επανέλεγχο της γονιμότητας του άντρα.

Γενετικές ανωμαλίες

Οι κυριότερες είναι μεταλλάξεις στο γονίδιο της κυστικής ίνωσης, που οδηγούν σε αγενεσία του σπερματικού πόρου, χρωμοσωμικές ανωμαλίες που ευθύνονται για διάφορα σύνδρομα, όπως εκείνο του Klinefelter, και μικροελλείψεις στο χρωμόσωμα Υ, που μπορούν να οδηγήσουν από μικρή μείωση του αριθμού των σπερματοζωαρίων μέχρι και αζωοσπερμία.

Ορμονικές διαταραχές

Μπορεί να οφείλονται σε διαταραχή της λειτουργίας του θυρεοειδούς, σε ανεπάρκεια κάποιων ορμονών ή σε ανωμαλία στη δράση κάποιων ορμονών, σε κάποια συγγενή σύνδρομα κ.ά..

Βασικές ορμόνες που ελέγχουν ή επηρεάζουν τη σπερματογένεση είναι η FSH, η LH, η τεστοστερόνη, η προλακτίνη, η TSH και η ανασταλτίνη Β (inhibin B). Σε ορισμένες περιπτώσεις, η αντιμετώπιση των ανωμαλιών αυτών μπορεί να επαναφέρει τη γονιμότητα του άντρα.

Δομικές ανωμαλίες

Δομικές ανωμαλίες του πέους, όπως επισπαδίας, υποσπαδίας και φίμωση, μπορούν να επηρεάσουν τη σωστή εναπόθεση του σπέρματος στον κόλπο της γυναίκας. Η χειρουργική αντιμετώπιση αυτών των ανωμαλιών συνήθως λύνει το πρόβλημα της υπογονιμότητας.

Φλεγμονές

Προστατίτιδα, επιδιδυμίτιδα, ορχίτιδα κ.ά., που κατά περίπτωση μπορεί να οφείλονται σε λοιμώξεις από παρωτίτιδα, γονόρροια, μυκόπλασμα-ουρεόπλασμα, χλαμύδια, φυματίωση κ.ά. μπορούν να επηρεάσουν την ποιότητα του σπέρματος. Η αντιμετώπιση των παθήσεων αυτών γίνεται κυρίως με φαρμακευτική αγωγή και είναι συνήθως αποτελεσματική.

Άλλες νόσοι

Ο σακχαρώδης διαβήτης παίζει σημαντικό ρόλο, καθώς επηρεάζει τόσο τη στυτική λειτουργία του πέους όσο και στην ποιότητα της σπερματογένεσης. Δυστυχώς, όταν η βλάβη στη σπερματογένεση ή στη στυτική λειτουργία εδραιωθεί, τότε η κατάσταση αυτή δεν μπορεί πλέον να αναστραφεί. Γι' αυτόν τον λόγο η σωστή και αυστηρή ρύθμιση του σακχάρου είναι απαραίτητη. Η στυτική δυσλειτουργία σε πολλές περιπτώσεις αντιμετωπίζεται φαρμακευτικά, ενώ, εάν υπάρχει βλάβη στη σπερματογένεση, τότε απαιτείται εξωσωματική γονιμοποίηση.

Η χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, επίσης, αποτελεί μία σημαντική αιτία υπογονιμότητας στον άντρα. Η μόνη λύση στους άντρες αυτούς είναι η μεταμόσχευση νεφρού ή, όταν η λύση αυτή αργεί ή δεν είναι εφικτή, το ζευγάρι πρέπει να καταφύγει στην υποβοηθούμενη σύλληψη (εξωσωματική γονιμοποίηση).

Άλλοι παράγοντες

Η αντρική υπογονιμότητα μπορεί επίσης να οφείλεται και σε άλλα αίτια, όπως το κάπνισμα, το αλκοόλ, η έκθεση σε τοξικούς παράγοντες κ.ά..

Όταν το κύριο αίτιο της αντρικής υπογονιμότητας δεν μπορεί να εντοπιστεί (ιδιοπαθής υπογονιμότητα), δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ή αντιμετωπίζεται, αλλά χωρίς ικανοποιητικό αποτέλεσμα, τότε το ζευγάρι απευθύνεται σε εξειδικευμένα κέντρα υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, προκειμένου να εφαρμοστεί κατά περίπτωση κάποια μέθοδος υποβοηθούμενης σύλληψης.